- μονόφρουρον
- μονόφρουροςwatching alonemasc/fem acc sgμονόφρουροςwatching aloneneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
μονόφρουρος — μονόφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φρουρός] … Dictionary of Greek